ελμάσι
(ουσ. ουδ.)
ελμάσι
[elˈmasi]
Σίλ., Φάρασ.
ελμάσ’
[elˈmas]
Φάρασ., Φλογ.
Από το το τουρκ. (< περσ.) ουσ. elmas = διαμάντι.
Διαμάντι
ό.π.τ.
:
Σο γουργούρι τ'ς ελμάσ' ανdί κουκούδε
(Στο λαιμό της διαμάντια μεγάλα σαν χαλάζι)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Σο 'μόν την τσ̑οιλία ήτουν αν ελμάσ’ αμόν το γιουμbρούχι σου, αρέτσα έχασές τα
(Στην κοιλιά μου ήταν ένα διαμάντι σαν την γροθιά σου, τώρα το έχασες)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Τση λαχτσυρίρα μου απάν’ είσ̑’ ελμάσι
(Πάνω στο δαχτυλίδι μου είχε διαμάντι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6