ελίκι
(ουσ. ουδ.)
ελίκι
[eˈlici]
Φκόσ.
Πληθ.
ελ-λίκε
[elˈlice]
Φάρασ.
ελίκε
[eˈlice]
Φάρασ.
ελίκα
[eˈlika]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ουσ. ellik = ξύλινο γάντι που προστατεύει τα χέρια των θεριστών (Redhouse).
Σκληρό προστατευτικό γάντι θεριστή, για να πιάνει περισσότερα στάχυα
ό.π.τ.