εκμεκτζής
(ουσ. αρσ.)
εκμεκτζής
[ekmekˈdzis]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. ekmekci = ψωμάς, φούρναρης.
Φούρναρης
:
Εκμεκτζή ντουκιάνι
(Κατάστημα του φούρναρη, φούρνος)
-ΚΜΣ-ΛΚ5
'ρώ ποίκα μι εκμεκτζή κι, φτσ̑άνου ψωμί
(Εδώ με έκαναν φούρναρη και φτιάχνω ψωμί)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5