ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εκμεκτζής (ουσ. αρσ.) εκμεκτζής [ekmekˈdzis] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. ekmekci = ψωμάς, φούρναρης.
Φούρναρης : Εκμεκτζή ντουκιάνι (Κατάστημα του φούρναρη, φούρνος) -ΚΜΣ-ΛΚ5 'ρώ ποίκα μι εκμεκτζή κι, φτσ̑άνου ψωμί (Εδώ με έκαναν φούρναρη και φτιάχνω ψωμί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5