ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εκείορτα (επίρρ.) εκείορτα [eˈciorta] Φλογ. εκείρτα [eˈcirta] Αξ. ικείρτα [iˈcirta] Φλογ. εκειάορτα [eˈcaorta] Σίλ. ετσέρτα [eˈtserta] Τροχ. ικειάρτα [iˈcarta] Μαλακ. εκειούρτα [eʹcurta] Φλογ. ικειούρτα [iˈcurta] Μαλακ. 'κειούρτα [ˈcurta] Μισθ. 'τσ̑ούρτα [ˈtʃurta] Μισθ. Από τα επιρρ. εκεί ή εκειά και ορθά, όπου και τύπ. ορτά. Ο τύπ. ικειάρτα από τα επιρρ. εκειά, όπου και τύπ. ικειά, και ορθά, όπου και τύπ. ορτά. Ο τύπος ετσέρτα με προχωρητική αφομ. [e-i > e-e] (ή επίδρ. του παρακείμενου υγρού) και τσιτακισμό. Ο τύπ. ’τσ̑ούρτα από τον τύπ. εκειούρτα με αποβολή του αρκτ. άτονου [e] και ουράνωση. Πβ. ορθά
Προς τα εκεί : Το πουλί πετ-τά εγιώρτα, πετ-τά εκείρτα (Το πουλί πετά ίσια προς τα εδώ, πετά ίσια προς τα εκεί ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Άκουσιν ντου ντoυ παλληκάρ' που φύλακ'νι, τσ̑ι έτριξι 'τσ̑ούρτα (Το άκουσε το παλληκάρι που φύλαγε, και έτρεξε προς τα εκεί) Μισθ. -Κοιμίσ. Nα υπάεις πιο τ' εκειάορτα (Να πας πιο εκεί) Σίλ. -Κωστ.Σ. qαμbρός εδώρτα ικείρτα δέν μπορ’ να τα εύρει (Ο γαμπρός (ψάχνει) προς τα εδώ, προς τα εκεί, δεν μπορεί να τα βρει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Χέρκες φέγνει εδώρτα-εκειούρτα, σο τιτσ̑αρέτ τό 'να, σε μάγγανος τ' άλλο, στο τιφτίκ, και τα πολλά στην Πόλ' (Ο καθένας φεύγει εδώ κι εκεί, στο εμπόριο ο ένας, στο ελαιοπιεστήριο ο άλλος, στην επεξεργασία του μοχέρ, και οι περισσότεροι στην Πόλη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Έτρεξε 'κειούρτα (Έτρεξε προς τα εκεί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΑΠΘ Να βγω εγειάρτα, να κλώσω ετσέρτα (Να βγω προς τα εδώ, να (τρι)γυρίσω προς τα εκεί) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. ατιούρτα