εκειαδά
(επίρρ.)
τσ̑αγά
[tʃaˈɣa]
Μισθ.
τσ̑αγέ
[tʃaˈɣa]
Σίλ.
τσ̑αά
[tʃaˈa]
Μισθ., Ουλαγ.
Από το τοπ. επίρρ. εκειά και το δεικτ. μόρ. -δά.
Εδώ (ακριβώς)
:
Τσ̑αγά τσ̑όδουν ντου φτσ̑άρ'
(Εδώ ακριβώς ήταν το φτυάρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντώσ' 'να χέρ' τσ̑αγά
(Δώσε ένα χέρι βοηθείας εδώ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσ̑αγά σ' ιτά ντου χουτί που ηύραμ' τσ̑αγά ομbρό μας
(Εδώ σ' αυτό το κουτί που βρήκαμε εδώ μπροστά μας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Χέκιξαμ' ένα ξύλου τσ̑αγά
(Βάζαμε ένα ξύλο εδώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τσ̑αγέ ήρτεν ένα
(Εδώ ήρθε ένας)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ234