κείχε
(επίρρ.)
κέχε
[ˈceçe]
Αξ.
Από το μεσν. επίρρ. εκείθεν.
Από εκεί και πέρα
:
Απ' εκτέτε και κείχε ναίκα ερούτον τ' οβντουμάγια 'να σεφέρ'
(Από τότε και στο εξής η γυναίκα ερχόταν μιά φορά την εβδομάδα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.