ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

είμαι (ρ.) είμαι [ˈime] Καππ., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ. είμι [ˈimi] Αφσάρ., Κίσκ., Μαλακ., Σίλ., Τσουχούρ. είμου [ˈimu] Σίλ. ένμαι [ˈenme] Σεμέντρ., Φερτάκ. είνμαι [ˈinme] Αξ. 'μαι [me] Αξ., Αραβαν., κ.α., Ουλαγ. 'μι [mi] Μισθ. 'μου [mu] Σίλ. γ' Εν. είναι [ˈine] Καππ., Σίλ. είνdαι [ˈinde] Ανακ. ένaι [ˈene] Σίλ., Φάρασ. ένι [ˈeni] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. είνου [ˈinu] Σίλ. ει [i] Σίλ. είνι [ˈini] Μαλακ., Μισθ. 'ναι [ne] Καππ., Σίλ., Φάρασ. έν' [en] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ. ε [e] Μισθ., Σίλ. 'νι [ni] Αφσάρ., Μισθ., Σίλ. 'νου [nu] Σίλ. 'ν' [n] Αξ., Σίλ. Παρατατ. ήμουν [ˈimun] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ. ήμου [ˈimu] Σίλ. 'μουν [mun] Γούρδ., Ουλαγ. ήμουνε [ˈimune] Σατ., Φάρασ. ήτομαι [ˈitome] Ανακ., Αξ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. έdονμαι [ˈedonme] Αξ. ήχ̑τονμαι [ˈiçtonme] Αξ. ήdουμι [ˈidumi] Μισθ. ήταμαι [ˈitame] Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ. ήταμι [ˈitami] Μαλακ. ήτoμα [ˈitoma] Ανακ. 'τομαι [tome] Φερτάκ. ήτουνμι [ˈitunmi] Σεμέντρ. 'τουνμι [tunmi] Φερτάκ. Από το μεσν. ρ. εἶμαι, το οπ. από το αρχ. εἰμί. Οι επιτασσόμενοι τύπ. κατ' επίδρ. της τουρκ. Για την σημ. 3, τον σχηματ. των περιφράσεων και την επίδραση της τουρκ. βλ. Dawkins (1916: 147) και Τσολακίδης, Μελισσαροπούλου & Ράλλη (2016: 201 κεξ.). Η σημ. 4 μεσν. (βλ. Liosis 2012: 411 κεξ. και CGMG 1793-1794). Η σημ. 3βi μεσν. (βλ. CGMG 1812-1813).
1. Συνδετικό ρήμα, είμαι ό.π.τ. : Ασ' εκείνο μέα τι είναι; (Τι είναι μεγαλύτερο από εκείνο;) Ανακ. -Cost. τ͑ις είνστε; (Ποιοι είστε;) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντέν 'μαι παπάς και να σε μαφτίσω (Δεν είμαι παπάς για να σε βαφτίσω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τι ήταν δεν ξέραμε, ούτε χριστιανοί ούτε Τούρκοι. Αβάνια έλεγάν τα. Τι ’νdαι; Μέσα στα σπίτια είχαμ’ κελέρια· εκεί κρυβόμασταν. (Τι ήταν δεν ξέραμε, ούτε Χριστιανοί ούτε Τούρκοι. Τους έλεγαν Αβάνια. Τι είναι; Μέσα στα σπίτια είχαμε υπόγεια· εκεί κρυβόμαστε) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Περυτό να διείς· ούλα μας ήταμεστε αστενάρα (Πυρετό να δεις· όλοι μας ήμαστε άρρωστοι) Μαλακ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ετό τουτούτ' ήτον (Αυτό ήταν δικό του) Ανακ. -Cost. Λένκαμεντι, τα ’ίδε είνdαι δεβόλος τσ̑αι τα πρόβατα είνdαι 'βλοημένα 'σ' το Χριστό (Λέγαμε, τα γίδια είναι του διαβόλου και τα πρόβατα είναι ευλογημένα απ' τον Χριστό) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. To 'νεβόλεμά του ήτουν χρουσά παράδε (παραμύθι) (Ο εμετός του ήταν χρυσά νομίσματα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τσ̑ις ει; (Ποιος είναι;) Σίλ. -Dawk. Τσ̑ις 'νου; (Ποιος είναι;) Σίλ. -Κωστ.Μ. Κό μου 'ναι (Δικό μου είναι) Σίλ. -Dawk. Τσα ρέ 'ναι; (Έτσι δεν είναι;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσ̑ο 'ν' του λαείς; (Τι 'ν' αυτό που λες;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πολ̑ύ χοσ̑άσα ήτου χέμκι πολύ ακαλούσα ήτου (Πολύ όμορφη ήταν αλλά και πολύ μυαλωμένη ήταν) Σίλ. -Dawk. Το σέτ'ρο το ζεναάτι ποτς ένι; (Η δικιά σου η τέχνη ποια είναι;) Αφσάρ. -Dawk. Προστσυνώ την αγιοσύνη σου, δέσποτα, με συ παλί είσαι εσέογλου εσέκ (Προσκυνώ την αγιοσύνη σου, δέσποτα, αλλά κι εσύ είσαι γαϊδουρογάιδαρος) Φκόσ. -Παπαδ. Ήμεστε δέκα δώδεκα χρονώ παλικαρόκ-κα (Ήμασταν 10-12 χρονών παλικαράκια) Σατ. -Παπαδ. Ατό το μέτ'ρο τους γώσσα ένι; (Αυτή η δικιά μας τι λογής γλώσσα είναι) Σατ. -Παπαδ. Ήτομαι μονάχο μου, τα παιδιά μου 'ς σην Πόλ' (¨ημουν μονάχη μου, τα παιδιά μου στην Πόλη) Ανακ. -Cost. || Ασμ. Τον κόσμον και τ’ αλέμιν του τα κρατεί
ένι το σίχτιν και το υπατέτι
(Aυτό που κρατάει τον κόσμο και την οικουμένη,
είναι η πίστη και η προσευχή)
Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. κείμαι
β. Ως επιτασσόμενο εγκλιτικό, με (συνήθως) συγκεκομμένους τύπους, με επιθετικά κατηγορούμενα Καππ., Σίλ. : Τυφλόζ 'ναι (Είναι τυφλός ) Αξ. -Dawk. Ψελοψύμ' σουν τι άρους 'νι; (Πόσο τάχα είναι το ύψος; ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Αστενάρ 'τουν (Ήταν άρρωστος ) Ουλαγ. -Dawk. Αστενάρια ητονμεστε (Ήμασταν άρρωστοι ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τα πρέγια τ' λαζούρια ησαν (Τα πόδια του ήταν παγωμένα ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Καλό ειμαι (Είμαι καλός ) Φερτάκ. -Αλεκτ. Τ' κομμάτ' το χωμάτισμα φέτο λίγο 'χ̑τον (Το λίπασμα του χωραφιού φέτος ήταν λίγο ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πασ̑ύς ει (Είναι χοντρός ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Χαστάς̑ ητου (Άρρωστος ήταν ) Σίλ.
γ. Ως επιτασσόμενο εγκλιτικό, με συγκεκομμένους τύπους, με ουσιαστικά κατηγορούμενα Μισθ., Τσαρικ. : Ατά 'νι γαμπάχ' τσ̑' ατά 'νι χι̂γιάρ' (Αυτό είναι κολοκύθι και αυτό είναι αγγούρι ) Μισθ. -Φατ. Κλάντζαρους ε (Είναι σκαθάρι ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Καχαρή Ντευτέρα σαματηρό μέρα 'ναι για το τσ̑ουκρούχ' (Η Καθαρά Δευτέρα είναι καλή μέρα για να ξεκινήσει κάποια να υφαίνει ) Τσαρικ. -Κωστ.Μ.
δ. Ως επιτασσόμενο εγκλιτικό, με (συνήθως) συγκεκομμένους τύπους, με επιρρηματικές φράσεις κατηγορούμενα Καππ., Σίλ. : Τσα 'νι (Έτσι είναι ) Σίλ. -Dawk. Απ' Μισ̑tί 'μι (Είμαι απ' το Μιστί ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ότ͑ιχαλα ηχ̑τον το κορίτσ̑ι σ' 'αν τ' ομπροτιονό, ουτσ̑ά να το μποίκω (Όπως ήταν το κορίτσι σου σαν πρώτα, έτσι θα το κάνω ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τι σ̑άνεις; Τα φσ̑άα τι σ̑άν'νι; Καλά 'ναι; (Τι κάνεις; Τα παιδιά σου τι κάνουν; Είναι καλά; ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Καλά 'χ̑τονμαι (Ήμουν καλά ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πρώτα νιούγου 'ρώ 'τουν (Λίγο πριν ήταν εδώ ) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Ντε 'μι τσ̑αού (Δεν είμαι εδώ ˙ απουσιάζω) Μισθ. -Κοτσαν.
ε. Σε συνδυασμό με το που σε δίπτυχες προτάσεις Ανακ. : Εσ̑ύ ήτον που μας κλέβισ̑κες (Εσύ ήσουν που μας έκλεβες ) Ανακ. -Cost.
2. Υπαρκτικό ρήμα Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σατ., Σινασσ. : Ντεν έν' νdόπος και να κάτσω (Δεν υπάρχει τόπος για να καθίσω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ετό που 'γένην, τρία παππούκα 'ναι (Είναι τρεις γενιές από τότε που έγινε αυτό) Ανακ. -Cost. Ήτον ένα Ανταβαλιώτης (ήταν (κάποτε) ένας Ανταβαλιώτης) Μισθ. -Κωστ.Μ. Οι άντροι σας, 'του ήσαντι μακρά, σ' οποίο γώσσα γράφ'καν; (Οι άντρες, όταν ήταν μακριά, σε ποια γλώσσα σας έγραφαν;) Σατ. -Παπαδ. Ήσαν δύο αδέλφια ((Κάποτε) ήταν δύο αδέλφια) Μαλακ. -Dawk. Εδώ ήτανε, πούλανεν μπεζίνα (Εδώ ήταν, πουλούσε βενζίνη) Ανακ. -Cost. Ντε 'ν' εώ κανείς (Εδώ δεν είναι κανείς) Αξ. -Dawk. || Φρ. Έναι λόγος (Είναι λόγος˙ κάποιος λέει) Ανακ. -Cost. Άου τσ̑ο 'νι (Άλλο δεν είναι˙ Εδώ τελειώσαμε, άλλο δεν έχει) Αφσάρ. -Dawk. || Ασμ. Σα Θαραπειά έν’ 'να δεντρί που φέρνει τ’ ανασόνι,
Τούρκοι, Ρωμιοί το μαρτυρούν που είσαι δικό μου ταίρι
(Στα Θεραπειά είναι ένα δεντρί που βγάζει γλυκάνισο,
Τούρκοι, Ρωμιοί το μαρτυρούν ότι είσαι δικό μου ταίρι)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-CD
Μάνα σας στσ̑η χάλα σας 'ναι (Η μάνα σας εἰναι στη θεία σας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. κείμαι
β. Απέχω, βρίσκομαι σε συγκεκριμένη από σταση από κάπου Μισθ. : Απ' Μισ̑τί ντώεκα ώρες ήτον (Ήταν σε απόσταση 12 ώρες από το Μιστί ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Το γ' εν. του πρτ. χρησιμοποιείται (άκλιτο) για τον σχηματισμό περιφράσεων που δηλώνουν
β. (σε συνδυασμό με αόρ.) προτερόχρονο στο παρελθόν : Κι βασιλέγας τότι γιορωνιάσιν 'τανι. Σκότωσιν ντου κι 'γένην 'μαυτό τ' βασιλέγας (Κι ο βασιλιάς είχε τότε γεράσει. Τον σκότωσε και έγινε ο ίδιος βασιλιάς ) Μαλακ. -Dawk. Ήρτα ήτανε (Είχα έρθει ) Ανακ. -Dawk. Έβγαλα ήτον (Είχα βγάλει ) Ανακ. -Cost. Σ̑ηκώρα ήτουν (Είχα σηκωθεί ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πήγα 'τον (Είχα πάει ) Τελμ. -Dawk. Έκλεψιζ μι τα ήτου; (Το είχες κλέψει; ) Σίλ. -Dawk. Πέρτσ' πήα ήdουν (Πέρυσι είχα πάει ) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
γ. (σε συνδυασμό με υποτ. αόρ.) δυνατότητα στο παρελθόν, σε συνδυασμό με τροπικά μόρ. : Κουντά μ' να ήτοσαι, το αρνί να το πιάσουμ' 'τον (Αν ήσουν κοντά μου, θα το είχαμε πιάσει το αρνί ) Ουλαγ. -Dawk. Χελ να πήι τσ̑ην 'γκλησ̑ά είσ̑' να κουραστεί ήτου (Κάθε που πήγαινε στην εκκλησία, (θα) κουραζόταν ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να με ποίκ'νε Τούρκο ‘τόνε (Παραλίγο να με έκαναν Τούρκο ) Μπέηκ. -ΚΜΣ-ΚΠ251 Να πήα ήdου, να σωρόψου πολλά ηντoυν απίγια (Αν πήγαινα, θα μάζευα πολλά αχλάδια ) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Ντο κορίσ̑' έβγκη΄ να ψήσ̑' άβια ήτον (Το κορίτσι βγήκε· επρόκειτο, ετοιμαζόταν να ψήσει τα κυνήγια ) Ουλαγ. -Dawk. Λίγο ακούμ' χώρας το ασκέρ να μπει σο κάστρο ήτουν (Λίγο ακόμα και ο ξένος στρατός θα έμπαινε στο κάστρο ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'τον ήτον νά 'ρτουμ' κοντά, κι εκείνα κάγαν κι εμείς κάγαμε (Όταν ήταν να (αναχωρήσουμε για να) έρθουμε εδώ κοντά, κι εκείνοι κλαίγαν κι εμείς κλαίγαμε ) Ανακ. -Cost. Να ήψω το ταντούρ' τονε και ήψα το (Πήγαινα να ανάψω το ταντούρι και το έκαψα ) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ.
δ. (σε συνδυασμό με πρτ.) έναρξη μιας παρελθοντικής πράξης πριν από κάποια άλλη, σε συνδυασμό με το επίρρ. άλλε = πια : Παίνισ̑καν 'τον άλλε (Είχαν ξεκινήσει και πήγαιναν ) Ουλαγ. -Κεσ.
4. Σε συνδυασμό με το αρνητ. μόρ. και επιτασσόμενο σε τύπους μέλλοντα, δηλώνει επιστημική τροπικότητα Αξ., Σίλ. : Να φάμ' ντεν έν' (Δεν πρόκειται να φάμε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Να πεσάνει ρεν είναι (Δεν πρόκειται να πεθάνει) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
5. Το γ' εν. περαιτέρω γραμματικοποιημένο, σε συνδυασμό με να+υποτ., ως υποθ. σύνδ. Σίλ. : Έν' να νάρτεις έρκαντα, σε υπάμι τ' αμπέλι (Αν έρθεις αύριο, θα πάμε στο αμπέλι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αν, έγερ, να