κείμαι
(ρ.)
κείμαι
[ˈcime]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μπέηκ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φερτάκ., Φλογ.
κείμι
[ˈcimi]
Μαλακ.
τσ̑είμι
[ˈtʃimi]
Μισθ., Τσαρικ.
κειέμι
[ˈcemi]
Σεμέντρ.
κείνμαι
[ˈcinme]
Αξ.
τσούμι
[ˈtsumi]
Τσαρικ.
τσ̑όγουμι
[ˈtʃoɣumi]
Μισθ.
Παρατατ.
κείμουν
[ˈcimun]
Αραβ., Γούρδ.
κειότομαι
[ˈcotome]
Αραβ., Φλογ.
κειότονμαι
[ˈcotonme]
Αξ.
κειέτουνμι
[ˈcetunmi]
Σεμέντρ.
τσ̑όδουμι
[ˈtʃoðumi]
Μισθ., Τσαρικ.
Αρχ. ρ. κεῖμαι. Για την περιφραστ. σημ. 2 βλ. αναλυτικά Dawkins (1916: 199), Αναστασιάδης (1976: 282-286), όπου και παράθεση της προγενέστερης βιβλιογρ., μεσν. μαρτυρίες, διαλεκτικά παράλληλα, και συζήτηση της πιθανότητας τουρκ. επίδρ. από την παλαιότ. τουρκ. περιφραστ. χρήση του ρ. yatmak = κείμαι (ρ. + yatmak = συνεχίζω να …).
1. Υπαρκτικό ρήμα, είμαι, βρίσκομαι
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Σεμέντρ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Κειότον ένα βασ̑ιλιός
(Ήταν ένας βασιλιάς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ιμείς τσ̑είμιστι πολλά αέλφια, τσ̑είμιστι έξ' αέλφια
(Εμείς είμαστε πολλά αδέλφια, είμαστε έξι αδέλφια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τ' απίγια τσ̑είνdι σου καλάι μέσ̑'
(Τα αχλάδια είναι μέσα στο καλάθι)
Μισθ.
-Φατ.
Εκεί το βραγύ εγιώ κειότον ινσάν' ογλούς
(Εκείνο το βράδυ εδώ ήταν ένας άνθρωπος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντόξα σοι Χεγός, καλά κείνμαι
(Δόξα σοι ο Θεός, καλά είμαι)
Αξ.
-Παυλίδ.
Καλά να τσ̑είσι!
(Kαλά να είσαι! ευχή)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Προχτές τσ̑όουν ντου 'νgόνι μ' τσ̑αού
(Προχτές ήταν εδώ το εγγόνι μου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
β.
Συνδετικό ρήμα, είμαι
ό.π.τ.
:
Αστενάρ' τσ̑είμι
(Είμαι άρρωστος
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κειότον βαϊριχλού
(Είχε χρήματα, ήταν ευκατάστατος
)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Ιμείς τσ̑είμιστι πιο μέγα χωριό
(Εμείς είμαστε πιο μεγάλο χωριό
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντου νταbάν' τσ̑όδουν ντερματιώνας
(Το εξώφυλλο ήταν δερμάτινο
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ιμείς φσ̑άχα τσ̑όδουμιστι, σκόλεια παίνιξαμ'
(Εμείς ήμασταν παιδιά, πηγαίναμε σχολείο
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τί τό 'λεγαν; Ένα μεγάλο βαπόρι κειότουν
(Πώς το έλεγαν; Ήταν ένα μεγάλο βαπόρι
)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Ισύ τσ̑είσι καλό ιντσάνους
(Εσύ είσαι καλός άνθρωπος
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Είπα σέ το, ετά αρχιώπ' γιαγίρια κείνdαι
(Σου το είπα, αυτοί οι άνθρωποι είναι κακοί
)
Αξ.
-Παυλίδ.
2. Ως περίφρ., κατά το σχήμα ρ. + και + κείμαι, δήλωση εξακολουθητικής ενέργειας. Η περιφρ. από τουρκ. επίδρ.
:
Τρως και κείσαι
(Τρως συνέχεια)
Φερτάκ.
-Αλεκτ.
Λαλεί και κείται
(Μιλάει συνεχώς)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Καλατσεύ' και κείται
(Μιλάει συνεχώς)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Αραντι̂́ζουν και κείνdαι
(Αναζητούν συνεχώς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πβ.
κάθομαι