καψίμι
(ουσ. ουδ.)
καψίμι
[kaˈpsimi]
Ανακ.
Πληθ.
καψίματα
[kaˈpsimata]
Μισθ., Ποτάμ.
Aπό το ρ. καίω (θ. αορ. καψ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ίμι.
Καύσιμη ύλη, καύσιμο
ό.π.τ.