κεβιστιέσιμα
(ουσ. ουδ.)
κεβισ̑τιέσιμα
[ceviʃtiˈesima]
Φάρασ.
Από το αορ. θ. του ρ. κεβιστιέω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Μηρυκασμός
Συνών.
γκεβίς, γκεβισλέτημα