κεβιστιέω
(ρ.)
κεβισ̑τι-έου
[ceviʃtiˈeu]
Φάρασ.
Από το παλ. τουρκ. ρ. gevişmek (αόρ. gevişti) = μηρυκάζω (Redhouse).
Μηρυκάζω.
Συνών.
γκεβισλεντίζω, μαρουκιέμαι