καψιμιώνα
(ουσ. θηλ.)
καψιμιώνα
[kapsiˈmɲona]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ.
καψ̑ιμιώνα
[kapʃiˈmɲona]
Αξ., Αραβαν., Φλογ.
'αψιμιώνας
[apsiˈmɲonas]
Ανακ.
Από το ουσ. καψίμι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αποθήκη καύσιμης ύλης
ό.π.τ.