καφέσι
(ουσ. ουδ.)
καφέσι
[kaˈfesi]
Φκόσ.
καφέσ'
[kaˈfes]
Τελμ.
χαφέσ'
[xaˈfes]
Σινασσ.
Aπό το τουρκ. ουσ. kafes = α) κλουβί πουλιού β) κοτέτσι γ) καφασωτό, ξύλινο πλέγμα παραθύρου δ) σκελετός κτηρίου ή πλοίου ε) αργκό, φυλακή στ) απομονωμένο διαμέρισμα. Πβ. και νεότ. καφάσι.
1. Κλουβί
ό.π.τ.
:
Πούρμι να 'εννήσ̑' και λέχ̑: «Να φάξεις το καφεσ̑ιού το πουλί, και να το φάγω»
(Πριν να γεννήσει λέει: «Σκότωσε το πουλί που είναι στο κλουβί για να το φάω»)
Τελμ.
-Dawk.
'α σε θέκω 'ς ε καφέσι 'πέσου
(Θα σε βάλω μέσα σ' ένα κλουβί)
Φκόσ.
-Παπαδ.
2. Aποθηκευτικός χώρος σπιτιού
Σινασσ.