ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καφέσι (ουσ. ουδ.) καφέσι [kaˈfesi] Φκόσ. καφέσ' [kaˈfes] Τελμ. χαφέσ' [xaˈfes] Σινασσ. Aπό το τουρκ. ουσ. kafes = α) κλουβί πουλιού β) κοτέτσι γ) καφασωτό, ξύλινο πλέγμα παραθύρου δ) σκελετός κτηρίου ή πλοίου ε) αργκό, φυλακή στ) απομονωμένο διαμέρισμα. Πβ. και νεότ. καφάσι.
1. Κλουβί ό.π.τ. : Πούρμι να 'εννήσ̑' και λέχ̑: «Να φάξεις το καφεσ̑ιού το πουλί, και να το φάγω» (Πριν να γεννήσει λέει: «Σκότωσε το πουλί που είναι στο κλουβί για να το φάω») Τελμ. -Dawk. 'α σε θέκω 'ς ε καφέσι 'πέσου (Θα σε βάλω μέσα σ' ένα κλουβί) Φκόσ. -Παπαδ.
2. Aποθηκευτικός χώρος σπιτιού Σινασσ.