καφεσόκκο
(ουσ. ουδ.)
κ͑αφεσόκ-κο
[kʰafeˈsokko]
Φάρασ.
κ͑αβασόκ-κο
[kʰavaˈsokko]
Φάρασ.
Από το ουσ. καφές και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο. Ο τύπ. κ͑αβασόκ-κο με -βα- κατά το γαϊφά.
Καφεδάκι