ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κάχι (ουσ. ουδ.) κάχ̇ι [ˈkaxi] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. Πληθ. κάχε [ˈkaçe] Φάρασ., Φκόσ. κάχα [ˈkaxa] Κίσκ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kah = άκρη, σύνορο (< πιθ. από το αρμεν. ουσ. կողմ (koghm) = πλευρά (Tietze 2016, kah/gâh· πβ. και Αναστασιάδης 1980: 59).
1. Πλευρό, πλάι, άκρη ό.π.τ. : Σο κάχιν ντoυ (Στο πλάι του) Φάρασ. -Dawk. Κατεβαίνκαν σου ποταμού το κάχι (Κατέβαιναν στην ακροποταμιά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πιάσετε του χορού τα κάχε (Πιάστε τις άκρες του χορού) Φάρασ. -Lag. φοdές πααίνκε, ήρτεν σ’ αν ποταμού κάχι (Καθώς πήγαινε, έφτασε στην άκρη ενός ποταμού) Φάρασ. -Dawk. Γρέφτουνι κι σο κάχι τουν δέβηνι α γασιργάς! (Βλέπουν ότι στο πλάι τους πέρασε ένας ανεμοστρόβιλος!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Καθούτουν 'ζ νιστίας το κάχι τζ̑αι θερμαινούτουν (Καθόταν δίπλα στην φωτιά και ζεσταινόταν) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Να κώσεις στα τέσσερα κάχε τα συνόρε, θέλκες τριάνdα σαχά (Να γυρίσεις τις τέσσερις πλευρές των συνόρων, ήθελες τριάντα ώρες) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ345Β || Φρ. Του καχού το δαχτύλι (Το πλαϊνό δάχτυλο˙ ο δείκτης) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Συνών. άκρα, κενάρι
2. Πλαγιά βουνού Φάρασ. : Ο χωρίοζ έν' σο κάχ̇ιν μπάνου (To χωριό είναι πάνω στην πλαγιά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιαμάτς, γιάνι, μπουλάι, ράχη