γιαμάτς
(ουσ. ουδ.)
γιαμάτς̑
[ʝaˈmatʃ]
Μισθ., Τσελτ.
Από το τουρκ. ουσ. yamaç = πλαγιά. Η λ. με την σημ. 2 και Κύπρ.
2. Χωράφι με μικρή κλίση
Μισθ.