γιαμάς
(ουσ. αρσ.)
Πληθ.
γιαμάδια
[ʝaʹmaðʝa]
Τελμ.
Από το τουρκ. ουσ. yama = μπάλωμα.
Μπάλωμα
:
Ένα μέρα πήγα να σωρώψω γιαμάδια παπουτσιού ασ' σα σαρσαλιές
(Μια μέρα πήγα να μαζέψω μπαλώματα παπουτσιών από τα σκουπίδια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
μπάλωμα :1
Τροποποιήθηκε: 10/08/2025