ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαμάς (ουσ. αρσ.) Πληθ. γιαμάδια [ʝaʹmaðʝa] Τελμ. Από το τουρκ. ουσ. yama = μπάλωμα.
Μπάλωμα : Ένα μέρα πήγα να σωρώψω γιαμάδια παπουτσιού ασ' σα σαρσαλιές (Μια μέρα πήγα να μαζέψω μπαλώματα παπουτσιών από τα σκουπίδια) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. μπάλωμα :1
Τροποποιήθηκε: 10/08/2025