γιαλτσί
(ουσ. ουδ.)
γιαλτσί
[ʝalˈtsi]
Φλογ.
Από τουρκ. ουσ. alçı = γύψος, όπου και διαλεκτ. τύπ. yalçı = γυαλιστερή πέτρα.
Λίθινη πλάκα
:
Πήγαν πήγαν στράτα απάνω είδαν 'να φουqαρές να κάτσει 'ς ένα γιαλτσί απάνω και άνοιγεν χέρ'
(Προχωρούσαν στον δρόμο και είδαν έναν φτωχό και κάθεται πάνω σε μιά λίθινη πλάκα και να ζητά ελεημοσύνη)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Πβ.
πλακιά