γιαμπανί
(επίθ.)
γιαbανί
[ʝabaˈni]
Αξ., Ουλαγ., Τελμ.
Πληθ.
γιαπανίδια
[ʝapaˈniðʝa]
Φλογ.
γιαbανούδια
[ʝabaˈnuðʝa]
Τελμ.
γιαπανίς
[ʝapaˈnis]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. yabani = για ζώο, άγριος.
1. Άγριος
Αξ., Ουλαγ., Τελμ.
:
- Ας πάγω 'ς το γ̑βουνί 'ς τα άβ' και αζ δώκω ένα γκεγίκ' κι ας σε το φέρω. - Να! Εκείνο γιαbανί 'ναι. Εγώ ετό κρεύω
(- Ας πάω στο βουνό στο κυνήγι κι ας σκοτώσω ένα ελάφι κι ας σου το φέρω! -Όχι! Εκείνο (θα) είναι άγριο. Εγω αυτό θέλω)
Αξ.
-Μαυροχ.
Μεράμ, ον ντο γιαbανί, οπ' ήτομαι, έκρεψές με, να σε πάρω
(Εφόσον, όταν ήμουν αγριόμορφος, με ζήτησες, θα σε πάρω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Γιαbανούδια χαϊβάνια
(Άγρια ζώα)
Τελμ.
-Dawk.
Συνών.
αζγούνης, βαχσί, ισούζης