ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαμπανί (επίθ.) γιαbανί [ʝabaˈni] Αξ., Ουλαγ., Τελμ. Πληθ. γιαπανίδια [ʝapaˈniðʝa] Φλογ. γιαbανούδια [ʝabaˈnuðʝa] Τελμ. γιαπανίς [ʝapaˈnis] Μαλακ. Από το τουρκ. επίθ. yabani = για ζώο, άγριος.
1. Άγριος Αξ., Ουλαγ., Τελμ. : - Ας πάγω 'ς το γ̑βουνί 'ς τα άβ' και αζ δώκω ένα γκεγίκ' κι ας σε το φέρω. - Να! Εκείνο γιαbανί 'ναι. Εγώ ετό κρεύω (- Ας πάω στο βουνό στο κυνήγι κι ας σκοτώσω ένα ελάφι κι ας σου το φέρω! -Όχι! Εκείνο (θα) είναι άγριο. Εγω αυτό θέλω) Αξ. -Μαυροχ. Μεράμ, ον ντο γιαbανί, οπ' ήτομαι, έκρεψές με, να σε πάρω (Εφόσον, όταν ήμουν αγριόμορφος, με ζήτησες, θα σε πάρω) Ουλαγ. -Κεσ. Γιαbανούδια χαϊβάνια (Άγρια ζώα) Τελμ. -Dawk. Συνών. αζγούνης, βαχσί, ισούζης
2. Στον πληθ. ως ουσ., αγριοπερίστερα Μαλακ., Φλογ. Πβ. γκιουβερτσίνι, περιστέρι, τουνέκι