γιανάκι
(ουσ. ουδ.)
γιανάκ'
[ʝaˈnak]
Μαλακ., Ουλαγ.
γιανάχ'
[ʝaˈnax]
Ανακ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
Πληθ.
γιανάχ̇ια
[ʝaˈnaxʝa]
Σίλ.
γιανάqjα
[ʝaˈnaqja]
Μαλακ.
γιανάχα
[ʝaˈnaxa]
Κίσκ.
Από το τουρκ. ουσ. yanak = μάγουλο, όπου και διαλεκτ. τύπ. yanah.
Μάγουλο, ζυγωματικό
ό.π.τ.
:
Ναίκα τ’ γένν’σεν ένα κορίτσ̑', και είχαν γιανάχια σαν ντο όιμα
(Η γυναίκα γέννησε ένα κορίτσι και είχε μάγουλα (ενν. κόκκινα) σαν το αίμα)
Σίλατ.
-Dawk.
Τα γιανάχ̇ια τσης μοιάζουσ̑ι ινgιάν τα μήλα
(Τα μάγουλά της μοιάζουν με μήλα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
μάγουλο :1, μισίδι, χαραγή