ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιανάκι (ουσ. ουδ.) γιανάκ' [ʝaˈnak] Μαλακ., Ουλαγ. γιανάχ' [ʝaˈnax] Ανακ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ. Πληθ. γιανάχ̇ια [ʝaˈnaxʝa] Σίλ. γιανάqjα [ʝaˈnaqja] Μαλακ. γιανάχα [ʝaˈnaxa] Κίσκ. Από το τουρκ. ουσ. yanak = μάγουλο, όπου και διαλεκτ. τύπ. yanah.
Μάγουλο, ζυγωματικό ό.π.τ. : Ναίκα τ’ γένν’σεν ένα κορίτσ̑', και είχαν γιανάχια σαν ντο όιμα (Η γυναίκα γέννησε ένα κορίτσι και είχε μάγουλα (ενν. κόκκινα) σαν το αίμα) Σίλατ. -Dawk. Τα γιανάχ̇ια τσης μοιάζουσ̑ι ινgιάν τα μήλα (Τα μάγουλά της μοιάζουν με μήλα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. μάγουλο :1, μισίδι, χαραγή