γιανί
(επίρρ.)
γιανί
[ʝaˈni]
Μισθ.
γιάνι
[ˈʝani]
Μισθ., Φάρασ.
γιανές
[ʝaˈnes]
Σινασσ.
γιανιέ
[ʝaˈɲe]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yani = δηλαδή, με άλλα λόγια, όπου και διαλεκτ. τύπ. yane.
1. Δηλαδή
ό.π.τ.
:
Ε και ύστερα; Τι 'νότον γιανές;
(Ε και ύστερα; Τι έγινε δηλαδή;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
ντεμέκ :1
2. Τάχα
ό.π.τ.
:
Ιμείς γιανί μούλλωναμ'
(Eμείς τάχα κρυβόμασταν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Κρεύ' να 'ενεί γιάσκαλης γιανί
(Θέλει να γίνει δάσκαλος τάχα)
Μισθ.
-Φατ.
Σωτήρα γράμμαα δε ξέριξι, ογώ γιανί ζουρλού, πήα τρίτη τάξη
(Η Σωτήρα γράμματα δεν ήξερε, εγώ τάχα μου έξυπνη, πήγα ως την τρίτη τάξη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
απαντέχω, κόγια, ντεγί, σάνκι