ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιανί (επίρρ.) γιανί [ʝaˈni] Μισθ. γιάνι [ˈʝani] Μισθ., Φάρασ. γιανές [ʝaˈnes] Σινασσ. γιανιέ [ʝaˈɲe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yani = δηλαδή, με άλλα λόγια, όπου και διαλεκτ. τύπ. yane.
1. Δηλαδή ό.π.τ. : Ε και ύστερα; Τι 'νότον γιανές; (Ε και ύστερα; Τι έγινε δηλαδή;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. ντεμέκ :1
2. Τάχα ό.π.τ. : Ιμείς γιανί μούλλωναμ' (Eμείς τάχα κρυβόμασταν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κρεύ' να 'ενεί γιάσκαλης γιανί (Θέλει να γίνει δάσκαλος τάχα) Μισθ. -Φατ. Σωτήρα γράμμαα δε ξέριξι, ογώ γιανί ζουρλού, πήα τρίτη τάξη (Η Σωτήρα γράμματα δεν ήξερε, εγώ τάχα μου έξυπνη, πήγα ως την τρίτη τάξη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. απαντέχω, κόγια, ντεγί, σάνκι