ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιανίσκω (ρ.) γιανίσκω [jaˈnisko] Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ. γιανίσ̑κω [jaˈniʃko] Ανακ., Αξ., Αραβαν. αγιανίσ̑κω [ajaˈniʃko] Ανακ. γιανίσ̑κουμαι [jaˈniʃkume] Αραβαν. Μεσν. ρ. γιανίσκω, από το ρ. ὑγιαίνω, μέσω του αορ. ὑγίανα με το παραγωγ. επίθμ. -ίσκω. Πβ. ποντ. γιανέσκω. O τύπ. αγιανίσ̑κω με α- οφειλόμενο κατά τον Κωστάκη (Costakis 1964: 20) σε παρετυμολ. με την λ. άγιος.
1. Θεραπεύω ό.π.τ. Συνών. λιαρώνω, ορθώνω
2. Θεραπεύομαι, γιαίνω ό.π.τ. Συνών. καλολαντώ, λιαρώνω, ορθώνω