γιαναντίζω
(ρ.)
γιαναdίζου
[ʝanaˈdizu]
Μισθ.
γιαναΐζου
[ʝanaˈizu]
Μισθ.
γιαναdώ
[ʝanaˈdo]
Σίλ.
Αόρ.
γιανάτ'σ̑α
[ʝaˈnatʃa]
Μισθ.
γιανάγισα
[ʝaˈnaʝisa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. yana yattı του τουρκ. περιφραστ. ρ. yana yatmak = γέρνω, με απλολ. [ʝanaʝa > ʝana]. Εναλλακτικά, από το ουσ. γιάνι και το τέρμα -αντίζω ή -αΐζω αναλογ. προς άλλα ρ. με παρόμοιο τέρμα, πβ. αγουλαΐζου και αγουλαντίζου (λ. αγιλαντίζω).
1. Πλαγιάζω, γέρνω
ό.π.τ.
:
Άφησ' μι να γιαναdίσου 'να ψ̑ι
(Άσε με να πλαγιάσω λιγάκι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γιαναστίζω, κλίνω
3. Χτυπώ
Μισθ.
:
Γιανάτ'σ̑α ντου ένα
(Του έδωσα μία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
βαρώ, δίνω, κρούω, φαγίζω