ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαναντίζω (ρ.) γιαναdίζου [ʝanaˈdizu] Μισθ. γιαναΐζου [ʝanaˈizu] Μισθ. γιαναdώ [ʝanaˈdo] Σίλ. Αόρ. γιανάτ'σ̑α [ʝaˈnatʃa] Μισθ. γιανάγισα [ʝaˈnaʝisa] Μαλακ. Από τον αόρ. yana yattı του τουρκ. περιφραστ. ρ. yana yatmak = γέρνω, με απλολ. [ʝanaʝa > ʝana]. Εναλλακτικά, από το ουσ. γιάνι και το τέρμα -αντίζω ή -αΐζω αναλογ. προς άλλα ρ. με παρόμοιο τέρμα, πβ. αγουλαΐζου και αγουλαντίζου (λ. αγιλαντίζω).
1. Πλαγιάζω, γέρνω ό.π.τ. : Άφησ' μι να γιαναdίσου 'να ψ̑ι (Άσε με να πλαγιάσω λιγάκι) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γιαναστίζω, κλίνω
2. Πλησιάζω Μαλακ., Μισθ. Συνών. γιακουναντίζω :1, ζυγώνω, γιαναστίζω
3. Χτυπώ Μισθ. : Γιανάτ'σ̑α ντου ένα (Του έδωσα μία) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. βαρώ, δίνω, κρούω, φαγίζω