γιακουναντίζω
(ρ.)
γιακουναdίζου
[ʝakunaˈdizu]
Μισθ.
γιαγκουναdίζου
[ʝagunaˈdizu]
Μισθ.
γιακ'νατώ
[ʝaknaˈto]
Μισθ.
Αόρ.
γιαγκουνάντ'σα
[ʝaguˈnadsa]
Μισθ.
γιακ'νάτ'σα
[ʝaˈknatsa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. yakınlamak = πλησιάζω.
Πβ.
γιακίν
1. Πλησιάζω τοπικά ή χρονικά
:
'τουν γιαγκουνάντ'σαμ'
(Όταν φτάσαμε κοντά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κόντιψαμ' να γιαγκουναdίσουμ'
(Κοντέψαμε να φτάσουμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'τουν γιακουνάτ'σαν, 'τουν ήρταν ακριβώς κουνdά, σηκούμι ογώ απ' το χιλιάρ' μέσα
(Όταν πλησίασαν, όταν ήρθαν ακριβώς κοντά, σηκώνομαι εγώ μέσα από το χιλιάρι χωράφι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γιακλαστίζω, γιαναντίζω, ζυγώνω, γιαναστίζω