ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιακουναντίζω (ρ.) γιακουναdίζου [ʝakunaˈdizu] Μισθ. γιαγκουναdίζου [ʝagunaˈdizu] Μισθ. γιακ'νατώ [ʝaknaˈto] Μισθ. Αόρ. γιαγκουνάντ'σα [ʝaguˈnadsa] Μισθ. γιακ'νάτ'σα [ʝaˈknatsa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. yakınlamak = πλησιάζω. Πβ. γιακίν
1. Πλησιάζω τοπικά ή χρονικά : 'τουν γιαγκουνάντ'σαμ' (Όταν φτάσαμε κοντά) Μισθ. -Κοτσαν. Κόντιψαμ' να γιαγκουναdίσουμ' (Κοντέψαμε να φτάσουμε) Μισθ. -Κοτσαν. 'τουν γιακουνάτ'σαν, 'τουν ήρταν ακριβώς κουνdά, σηκούμι ογώ απ' το χιλιάρ' μέσα (Όταν πλησίασαν, όταν ήρθαν ακριβώς κοντά, σηκώνομαι εγώ μέσα από το χιλιάρι χωράφι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γιακλαστίζω, γιαναντίζω, ζυγώνω, γιαναστίζω
2. Κοντεύω : Να χαεί γιακ'νάτ'σε (Κόντεψε να πεθάνει) Μισθ. -ΙΛΝΕ Συνών. γιακλαστίζω :2, κοντεύω