γιακισικλής
(επίθ.)
γιακ͑ι̂σ̑ι̂κ͑λι̂́
[ʝakʰɯʃɯˈkʰlɯ]
Ουλαγ.
γιακ͑ουσ̑ουκλού
[ʝakʰuʃuˈklu]
Μισθ.
γιαqι̂σ̑ι̂qλού
[ʝaqɯʃɯˈqlu]
Φλογ.
γιαχıσ̑ıχλούς
[ʝaçiʃiˈxlus]
Φάρασ.
γιαχ'σιχλού
[ʝaxsixˈlu]
Φλογ.
γιαχ'σικλού
[ʝaxsiˈklu]
Τροχ.
γιαχ'σιχλούδ'
[ʝaxsixˈluð]
Φλογ.
Από το τουρκ. επιθ. yakışıklı = ωραίος (για άντρα), όπου διαλεκτ. τύπ. yahışıhlı. Ο τύπ. γιαχ'σιχλούδ' από τον τύπ. γιαχ'σιχλού και το επίθμ. -ούδι. Η λ. και Λυκ., Θράκ.
1. Όμορφος, χαριτωμένος
ό.π.τ.
:
Εδώ πέρα είναι ένα κορίτσ̑' και είναι πολύ γιαqι̂σ̑ι̂κqλού
(Εδώ πέρα είναι ένα κορίτσι και είναι πολύ όμορφο)
Φλογ.
-Dawk.
Τι γιαχ'σικλού χαλχά ήτονε!
(Tι όμορφο βραχιόλι ήτανε!)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Τι γιαχ'σικλούδ’ φανούτανε, πόσο γιακι̂́στανε το σπίτ’!
(Πόσο όμορφο φαινόταν, πόσο ομόρφαινε το σπίτι!)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Mάνα μ' το χώστρα κειότουν από σαγλάμ ξύλο, κειότουν γιαχ'σικλού χώστρα
(Ο αργαλειός της μάνας μου ήταν από γερό ξύλο, ήταν όμορφος αργαλειός)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
γκιουζέλ, κελέσης, όμορφος, χόσι :1
2. Ταιριαστός
Φάρασ.