ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιακισικλής (επίθ.) γιακ͑ι̂σ̑ι̂κ͑λι̂́ [ʝakʰɯʃɯˈkʰlɯ] Ουλαγ. γιακ͑ουσ̑ουκλού [ʝakʰuʃuˈklu] Μισθ. γιαqι̂σ̑ι̂qλού [ʝaqɯʃɯˈqlu] Φλογ. γιαχıσ̑ıχλούς [ʝaçiʃiˈxlus] Φάρασ. γιαχ'σιχλού [ʝaxsixˈlu] Φλογ. γιαχ'σικλού [ʝaxsiˈklu] Τροχ. γιαχ'σιχλούδ' [ʝaxsixˈluð] Φλογ. Από το τουρκ. επιθ. yakışıklı = ωραίος (για άντρα), όπου διαλεκτ. τύπ. yahışıhlı. Ο τύπ. γιαχ'σιχλούδ' από τον τύπ. γιαχ'σιχλού και το επίθμ. -ούδι. Η λ. και Λυκ., Θράκ.
1. Όμορφος, χαριτωμένος ό.π.τ. : Εδώ πέρα είναι ένα κορίτσ̑' και είναι πολύ γιαqι̂σ̑ι̂κqλού (Εδώ πέρα είναι ένα κορίτσι και είναι πολύ όμορφο) Φλογ. -Dawk. Τι γιαχ'σικλού χαλχά ήτονε! (Tι όμορφο βραχιόλι ήτανε!) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Τι γιαχ'σικλούδ’ φανούτανε, πόσο γιακι̂́στανε το σπίτ’! (Πόσο όμορφο φαινόταν, πόσο ομόρφαινε το σπίτι!) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Mάνα μ' το χώστρα κειότουν από σαγλάμ ξύλο, κειότουν γιαχ'σικλού χώστρα (Ο αργαλειός της μάνας μου ήταν από γερό ξύλο, ήταν όμορφος αργαλειός) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. γκιουζέλ, κελέσης, όμορφος, χόσι :1
2. Ταιριαστός Φάρασ.