ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όμορφος (επίθ.) όμορφος ['omorfos] Σινασσ. όμουρφου ['omurfu] Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. Από το μεσν. επίθ. ὄμορφος, το οπ. από το αρχ. επίθ. εὔμορφος.
Όμορφος ό.π.τ. : Μια ’μέρα ό βασιληάς ειδιε ’ς τ’ ό'ρομά τ’ ένα παλάτ' όμορφο (μιά μέρα ο βασιλιάς είδε στο όνειρό του ένα παλάτι όμορφο) Σινασσ. -Αρχέλ. Ντου παγόν έχ' όμουρφα ντοζάχια (το παγόνι έχει όμορφα φτερά) Μισθ. -Κοτσαν. Τι όμουρφα μισία έ’εις (Τι όμορφα μάγουλα έχεις) Μισθ. -Κοτσαν. Εκείνου ντου γουριά είπι άμι σου φουλάν ντου τόπους τσείι ’να όμουρφου κορίτσ’ (Εκείνη η γριά είπε: πήγαινε στον τάδε τόπο, έχει ένα όμορφο κορίτσι) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. αγγελικός, καλός, κελέσης, χόσι