όμορφος
(επίθ.)
όμορφος
['omorfos]
Σινασσ.
όμουρφου
['omurfu]
Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ.
Από το μεσν. επίθ. ὄμορφος, το οπ. από το αρχ. επίθ. εὔμορφος.
Όμορφος
ό.π.τ.
:
Μια ’μέρα ό βασιληάς ειδιε ’ς τ’ ό'ρομά τ’ ένα παλάτ' όμορφο
(μιά μέρα ο βασιλιάς είδε στο όνειρό του ένα παλάτι όμορφο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ντου παγόν έχ' όμουρφα ντοζάχια
(το παγόνι έχει όμορφα φτερά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τι όμουρφα μισία έ’εις
(Τι όμορφα μάγουλα έχεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εκείνου ντου γουριά είπι άμι σου φουλάν ντου τόπους τσείι ’να όμουρφου κορίτσ’
(Εκείνη η γριά είπε: πήγαινε στον τάδε τόπο, έχει ένα όμορφο κορίτσι)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
αγγελικός, καλός, κελέσης, χόσι