ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όμορφος (επίθ.) έμορφος [ʹemorfos] Σίλατ., Τροχ. όμορφος ['omorfos] Αραβαν., Σινασσ., Φλογ. όμουρφου ['omurfu] Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. Από το μεσν. επίθ. ὄμορφος, το οπ. από το αρχ. επίθ. εὔμορφος.
Όμορφος ό.π.τ. : Μιά ’μέρα ό βασιληάς ειδιε ’ς τ’ ό'ρομά τ’ ένα παλάτ' όμορφο (μιά μέρα ο βασιλιάς είδε στο όνειρό του ένα παλάτι όμορφο) Σινασσ. -Αρχέλ. Ντου παγόν' έχ' όμουρφα ντοζάχια (Το παγόνι έχει όμορφα φτερά) Μισθ. -Κοτσαν. Τι όμουρφα μισ̑ία έ’εις (Τι όμορφα μάγουλα έχεις) Μισθ. -Κοτσαν. Εκείνου ντου γουριά είπι άμι σου φουλάν ντου τόπους τσείι ’να όμουρφου κορίτσ’ (Εκείνη η γριά είπε: πήγαινε στον τάδε τόπο, έχει ένα όμορφο κορίτσι) Τσαρικ. -Καραλ. Τσ̑ίγαλ' όμορφο ορμάν' 'ναι ετό! (Τι όμορφο δάσος που είναι αυτό!) Αραβαν. -Φωστ. Συνών. αγγελικός, γκιουζέλ :1, καλός, κελέσης, χόσι
Τροποποιήθηκε: 10/07/2025