ομντίζω
(ρ.)
ομντίζου
[oˈmdizu]
Μισθ.
ομπτίζω
[ombˈdizo]
Σινασσ.
ομντι-έζω
[omdiˈezo]
Φάρασ.
ουμντι-έω
[umˈdieo]
Αφσάρ.
ουμντι-έζω
[umˈdiezo]
Αφσάρ.
μουτι-έω
[mutiˈeo]
Φάρασ.
μουτι-έζω
[mutiˈezo]
Φάρασ.
ομτώ
[omˈto]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. ummak = ελπίζω, προσδοκώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. ommak, και τα παραγωγ. επιθμ. -ίζω ή -ιάζω.
Πβ.
ομούτι
1. Ελπίζω, περιμένω με αγωνία ή υπομονή να γίνει αυτό που επιθυμώ
ό.π.τ.
:
Όμντιζα να γενεί 'να σ̑έϊ
(ήλπιζα να γίνει κάτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
'ς τον γκόσμο πήρα το χαβασιλιέχι μου· για, ισάνι είμαι, πάλι ομντιέζω
(Απο τον κόσμο πήρα τις χαρές μου· όμως, άνθρωπος είμαι, ελπίζω και σε άλλα˙ Ο άνθρωπος ποτέ δεν χορταίνει τις χαρές· λεγόταν από ηλικιωμένους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Προσδοκώ, περιμένω
Αφσάρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Αν κι πάγω, ομτάς να κάτσω;
(Αν δεν πάω, περιμένεις ότι θα κάτσω;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Τσ̑άπου τζ' ομντι-έζεις 'ς τον τσ̑αλού βγκαίν' αν 'αγός
(Από το χαμόκλαδο που δεν περιμένεις, βγαίνει ένας λαγός˙ Για απρόσμενο κέρδος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
3. Ποθώ
Φλογ.
:
Ομντά και κακοψυχά ναίκα
(Ποθεί και λιγουρεύεται η έγκυος γυναίκα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812