ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ομντίζω (ρ.) ομντίζου [oˈmdizu] Μισθ. ομπτίζω [ombˈdizo] Σινασσ. ομντι-έζω [omdiˈezo] Φάρασ. ουμντι-έω [umˈdieo] Αφσάρ. ουμντι-έζω [umˈdiezo] Αφσάρ. μουτι-έω [mutiˈeo] Φάρασ. μουτι-έζω [mutiˈezo] Φάρασ. ομτώ [omˈto] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. ummak = ελπίζω, προσδοκώ, όπου και διαλεκτ. τύπ. ommak, και τα παραγωγ. επιθμ. -ίζω ή -ιάζω. Πβ. ομούτι
1. Ελπίζω, περιμένω με αγωνία ή υπομονή να γίνει αυτό που επιθυμώ ό.π.τ. : Όμντιζα να γενεί 'να σ̑έϊ (ήλπιζα να γίνει κάτι) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. 'ς τον γκόσμο πήρα το χαβασιλιέχι μου· για, ισάνι είμαι, πάλι ομντιέζω (Απο τον κόσμο πήρα τις χαρές μου· όμως, άνθρωπος είμαι, ελπίζω και σε άλλα˙ Ο άνθρωπος ποτέ δεν χορταίνει τις χαρές· λεγόταν από ηλικιωμένους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Προσδοκώ, περιμένω Αφσάρ., Φάρασ., Φλογ. : Αν κι πάγω, ομτάς να κάτσω; (Αν δεν πάω, περιμένεις ότι θα κάτσω;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Τσ̑άπου τζ' ομντι-έζεις 'ς τον τσ̑αλού βγκαίν' αν 'αγός (Από το χαμόκλαδο που δεν περιμένεις, βγαίνει ένας λαγός˙ Για απρόσμενο κέρδος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
3. Ποθώ Φλογ. : Ομντά και κακοψυχά ναίκα (Ποθεί και λιγουρεύεται η έγκυος γυναίκα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812