ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ολΰ (ουσ. ουδ.) ο̈λΰ [øˈly] Ουλαγ. Πληθ. ο̈λΰγια [øˈlyʝa] Ουλαγ. ο̈λΰδια [øˈlyðʝa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. ölü = νεκρός.
Ο νεκρός : Öλϋγιΰ ντο χαράη νύχτα αφήνομ' ντο ανοιχτό (Το πρόσωπο του νεκρού τη νύχτα το αφήνουμε ξεσκέπαστο) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Νύχτα γυρίζεται ντο öλΰ γκαι φαΐζ’ ντο τύρα (Ο νεκρός τριγυρίζει τη νύχτα και χτυπάει την πόρτα) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντο μέγαν ντο Πάσκα ντο νύχτα όποσα ο̈λΰγια έεις όαdαρ κεριά γιάφτεις ένα μορμόρ' απάν' (Το Πάσχα τη νύχτα όσους νεκρούς έχεις τόσα κεριά ανάβεις πάνω σ' ένα μνήμα) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ.