όλο
(επίρρ.)
ούλο
[ˈulo]
Ανακ., Αραβαν., Μισθ.
βούλο
[ˈvulo]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ.
γούλο
[ˈɣulo]
Γούρδ., Τελμ.
ούλου
[ʹulu]
Μισθ.
γούλου
[ʹɣulu]
Σίλ.
Από το αρχ. επίρρ. ὅλον = εντελώς. Οι σημ. ‘διαρκώς’ και ‘παντού’ ήδη μεσν.
2. Παντού
Μισθ.
:
Ντετσού, λέ, ούλου τσείdι κουνούπια, λέ'
(Εκεί, λέει, είναι όλο κουνούπια, λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έν’ ένα μέγα τσ̑αι̂́ρ’, και γούλο ξ̑ουράφια και μαχαίρια ’ναι
(Είναι ένα μεγάλο λιβάδι, και είναι όλο ξυράφια και μαχαίρια)
Τελμ.
-Dawk.
Και εν’ ένα πεγάιδ’ και γούλο όιμα και όλκος ’ναι
(Και είναι ένα πηγάδι και (μέσα) είναι όλο αίμα και πύον)
Τελμ.
-Dawk.
Συνών.
χέργερντε