όλο
(επίρρ.)
όλο
[ˈolo]
Αραβ., Ποτάμ., Σινασσ., Φερτάκ.
ούλο
[ˈulo]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σινασσ.
βούλο
[ˈvulo]
Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ.
γούλο
[ˈɣulo]
Γούρδ., Τελμ.
ούλου
[ˈulu]
Μισθ.
γούλου
[ˈɣulu]
Σίλ.
γούλα
[ˈɣula]
Σίλ.
Από το αρχ. επίρρ. ὅλον = εντελώς. Οι σημ. ‘διαρκώς’ και ‘παντού’ ήδη μεσν.
1. Διαρκώς, συνεχώς
ό.π.τ.
:
Ούλο γελά
(Όλο γελάει)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 404
Εμείς ούλο με τ’ αγιωτικά ήταμεστε
(Εμείς ασχολιόμαστε συνεχώς με τα θρησκευτικά μας καθήκοντα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τα 'τία μ' ήσαν στις ναίκες γιατί ούλο λέγαν για μένα
(Τα αφτιά μου ήταν στις γυναίκες, γιατί όλο έλεγαν για μένα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Γούλα ζουλεύεις
(Διαρκώς δουλεύεις)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Και ο ντεϊρμενdζής όλο τρανεινεν σα δισώμια τ’
(Και ο καμηλιέρης συνεχώς κοιτούσε τους ώμους του)
Ποτάμ.
-Dawk.
Σήμερ’ ούλο καμαρώνω, τα μάτσια μ’ δεν μπορώ να τ’ ανοίξω
(Σήμερα συνεχώς νυστάζω, τα μάτια μου δεν μπορώ να τ’ ανοίξω)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Γούλα μπρος τσ̑ης τρανά
(Κοιτάζει συνεχώς μπροστά της)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Άλλου ένα σ̑έι ντε σ̑άνουμ', ούλου ιτό ρωτάμ'
(Τίποτ' άλλο δεν κάνουμε, διαρκώς αυτό ρωτάμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντα κλάτσα ούλου κλώχ'νι, ισύ φυλάκεις απέσ', τι φυλάκεις;
(Τα αγόρια όλο τριγυρίζουν έξω, εσύ μένεις μέσα, τι περιμένεις;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
βίρα, ντάιμα, χεμέν
2. Παντού
Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ.
:
Και εν’ ένα πεγάιδ’ και γούλο όιμα και όλκος ’ναι
(Και είναι ένα πηγάδι και (μέσα) είναι όλο αίμα και πύον)
Τελμ.
-Dawk.
Έν’ ένα μέγα τσ̑αι̂́ρ’, και γούλο ξ̑ουράφια και μαχαίρια ’ναι
(Είναι ένα μεγάλο λιβάδι, και είναι όλο ξυράφια και μαχαίρια)
Τελμ.
-Dawk.
Ντετσού, λέ, ούλου τσείdι κουνούπια, λέ'
(Εκεί, λέει, είναι όλο κουνούπια, λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ούλου πατάτσις σπέριξαν
(Έσπερναν παντού πατάτες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Δα φορτσέ τ' γέναν ούλου όιμα
(Τα ρούχα του έγιναν όλο αίματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Ασμ.
Όλο τριγύρω πράσινα κ’ η μέση του βαμμένη
(Παντού τριγύρω πράσινα κι η μέση του βαμμένη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
χέργερντε
Τροποποιήθηκε: 14/09/2025