ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όλο (επίρρ.) ούλο [ˈulo] Ανακ., Αραβαν., Μισθ. βούλο [ˈvulo] Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ. γούλο [ˈɣulo] Γούρδ., Τελμ. ούλου [ʹulu] Μισθ. γούλου [ʹɣulu] Σίλ. Από το αρχ. επίρρ. ὅλον = εντελώς. Οι σημ. ‘διαρκώς’ και ‘παντού’ ήδη μεσν.
1. Διαρκώς, συνεχώς ό.π.τ. : Ούλο γελά (Όλο γελάει) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 404 Εμείς ούλο με τ’ αγιωτικά ήταμεστε (Εμείς ασχολιόμαστε συνεχώς με τα θρησκευτικά μας καθήκοντα) Γούλα ζουλεύεις (Διαρκώς δουλεύεις) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. βίρα, ντάιμα, χεμέν
2. Παντού Μισθ. : Ντετσού, λέ, ούλου τσείdι κουνούπια, λέ' (Εκεί, λέει, είναι όλο κουνούπια, λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έν’ ένα μέγα τσ̑αι̂́ρ’, και γούλο ξ̑ουράφια και μαχαίρια ’ναι (Είναι ένα μεγάλο λιβάδι, και είναι όλο ξυράφια και μαχαίρια) Τελμ. -Dawk. Και εν’ ένα πεγάιδ’ και γούλο όιμα και όλκος ’ναι (Και είναι ένα πηγάδι και (μέσα) είναι όλο αίμα και πύον) Τελμ. -Dawk. Συνών. χέργερντε