ολημερινός
(επίθ.)
ολημερ'νός
[olimerˈnos]
Σίλ.
ολομερ'νό
[olomerˈno]
Τζαλ.
Πληθ.
ολημερ'νά
[olimerˈna]
Σίλ.
Mεσν. επίθ. ὁλημερινός = ολοήμερος. Ο τύπ. ολημερ'νά ως επίρρ. ήδη μεσν.
1. Ως επίθ., καθημερινός
Συνών.
κατανημερινός
2. Το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ., ολημερίς
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Ολομερ'νό το χτίζανε, όλο βράδυ χαλούτανε
((Ολημερίς το χτίζανε, όλο το βράδυ γκρεμιζόταν))
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342
Συνών.
ολημεριώς
Τροποποιήθηκε: 28/06/2025