ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ολημερινός (επίθ.) ολημερ'νός [olimerˈnos] Σίλ. ολομερ'νό [olomerˈno] Τζαλ. Πληθ. ολημερ'νά [olimerˈna] Σίλ. Mεσν. επίθ. ὁλημερινός = ολοήμερος. Ο τύπ. ολημερ'νά ως επίρρ. ήδη μεσν.
1. Ως επίθ., καθημερινός Συνών. κατανημερινός
2. Το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ., ολημερίς ό.π.τ. : || Ασμ. Ολομερ'νό το χτίζανε, όλο βράδυ χαλούτανε ((Ολημερίς το χτίζανε, όλο το βράδυ γκρεμιζόταν)) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Συνών. ολημεριώς
Τροποποιήθηκε: 28/06/2025