οκνώ
(ρ.)
οκνώ
[oˈkno]
Σινασσ.
‘κνώ
[kno]
Φάρασ.
Αόρ.
έκνησα
[ˈeknisa]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. ὀκνῶ = διστάζω, δεν αποφασίζω, τεμπελιάζω.
Βαριέμαι, κάνω κάτι με οκνηρία
ό.π.τ.
:
Έκνησε να σηκωθεί ν’ ανοίξει τη στράτα
(Βαρέθηκε να σηκωθεί να δείξει το δρόμο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αποτραβιέμαι