ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οκνώ (ρ.) οκνώ [oˈkno] Σινασσ. ‘κνώ [kno] Φάρασ. Αόρ. έκνησα [ˈeknisa] Φάρασ. Αρχ. ρ. ὀκνῶ = διστάζω, δεν αποφασίζω, τεμπελιάζω.
Βαριέμαι, κάνω κάτι με οκνηρία ό.π.τ. : Έκνησε να σηκωθεί ν’ ανοίξει τη στράτα (Βαρέθηκε να σηκωθεί να δείξει το δρόμο) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αποτραβιέμαι