ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οκούτι (ουσ. ουδ.) οκούτι [oˈkuti] Φάρασ. οκούτ͑ι [oˈkutʰi] Φάρασ. ’κούτ͑ι [ˈkutʰi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. öğüt = συμβουλή.
Συμβουλή ό.π.τ. : || Φρ. Πιρμή με δώσ' αν οκούτι, θέκνεις αν γκοσάς σον γκω μου (Πριν μου δώσεις μιά συμβουλή, μου βάζεις έναν σπανό (πέος) στον κώλο μου˙ Κάνεις ότι με βοηθάς αλλά στην πραγματικότητα μου κάνεις κακό) -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Πιρμή με δωσ' αν οκούτι, φορτών' ση ράσ̑η μου το πιθάρι (Πριν μου δώσεις μιά συμβουλή, φορτώνεις στην ράχη μου το πιθάρι˙ Όταν μας κάνουν ένα καλό αλλά μας ζητούν ως αντάλλαγμα κάτι μεγαλύτερο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.