οκούτι
(ουσ. ουδ.)
οκούτι
[oˈkuti]
Φάρασ.
οκούτ͑ι
[oˈkutʰi]
Φάρασ.
’κούτ͑ι
[ˈkutʰi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. öğüt = συμβουλή.
Συμβουλή
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Πιρμή με δώσ' αν οκούτι, θέκνεις αν γκοσάς σον γκω μου
(Πριν μου δώσεις μιά συμβουλή, μου βάζεις έναν σπανό (πέος) στον κώλο μου˙ Κάνεις ότι με βοηθάς αλλά στην πραγματικότητα μου κάνεις κακό)
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Πιρμή με δωσ' αν οκούτι, φορτών' ση ράσ̑η μου το πιθάρι
(Πριν μου δώσεις μιά συμβουλή, φορτώνεις στην ράχη μου το πιθάρι˙ Όταν μας κάνουν ένα καλό αλλά μας ζητούν ως αντάλλαγμα κάτι μεγαλύτερο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.