ντανίστημα
(ουσ. ουδ.)
ντανι̂́στημα
[daˈnɯstima]
Μαλακ.
ντανΰσ̑τημα
[daʹnyʃtima]
Μισθ.
ντανούστημα
[daˈnustima]
Μισθ.
Από το ρ. ντανιστίζω και το παραγωγ. επιθμ. -μα. Πβ. ποντ. τανούσ̑εμα.
Συμβουλή
ό.π.τ.