ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντανταντίζω (ρ.) ντατανdίζω [datanˈdizo] Μαλακ. τατανdίζω [tatanˈdizo] Φάρασ. Αόρ. ντατάνd’σα [daˈtandsa] Μαλακ. ντατάν'σα [daˈtansa] Αραβαν. τατάνd’σα [taˈtandsa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. dadanmak (αόρ. dadandı) = συνηθίζω, ζητώ συχνά κάτι που μου αρέσει. Πβ. ποντ. τατανεύω.
Αμτβ., δελεάζομαι με κάτι που μου προσφέρεται, καλομαθαίνω, γλυκαίνομαι ό.π.τ. : || Φρ. Γιριά νταντάν'σε στα σύκες (Η γριά καλόμαθε στα σύκα˙ για τους πολύ απαιτητικούς) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 403 || Παροιμ. Τατάνd’σε η κάτα σ’ άλειμμα; Αβ ζάπτι τζ̑ο ’ίνεται (Γλυκάθηκε η γάτα στο βούτυρο; Δεν μαζεύεται πια˙ όποιος συνηθίσει, καλομάθει σε κάτι, δεν μπορεί να σταματήσει την συνήθεια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.