ντανιστίζω
(ρ.)
ντανι̂σ̑τίζω
[danɯˈʃtizo]
Μαλακ.
ντανϋσ̑τίζου
[danyʹʃtizu]
Μισθ.
ντανουστίζου
[danuˈstizu]
Μισθ.
ντανισ̑τώ
[daniˈʃto]
Σινασσ., Φλογ.
ντανι̂σ̑τού
[danɯˈʃtu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
ντανι̂́στεινα
[daˈnɯstina]
Ουλαγ.
ντανι̂́στινισ̑κα
[daˈnɯstiniʃka]
Ουλαγ.
Αόρ.
ντανίσ̑τα
[daˈniʃta]
Φλογ.
Προστ.
ντανίσα
[daˈnisa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. danışmak = συμβουλεύω.
1. Συμβουλεύομαι
ό.π.τ.
:
Ας πάμε, ας ντανισ̑τούμε κι εκείνα το βόιτ'
(Ας πάμε κι ας συμβουλευτούμε κι εκείνο το βόδι)
Φλογ.
-Dawk.
Aπ' αδαρά κι ύστερα, να μ' ακούς, ήκ'σες τα, ό,τι κι αν φκιάνεις να με ντανιστάς ομbρό
(Από δω και στο εξής, να με ακούς, τ' άκουσες; Ό,τι κι αν κάνεις να με συμβουλεύεσαι πρώτα)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Να ντανουστίσου ντου βαβά μ'
(Θα συμβουλευτώ τον πατέρα μου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντε τέλου να ποίκου αρραβώνα, λέ', να ντανουστίσου δου Σάββα μ' τσι μετά, λέ
(Δεν θέλω να κάνω αρραβώνα, λέει, να ρωτήσω τη γνώμη του Σάββα μου και μετά, λέει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να πάν’ να ντανιστήσ’νι άλλο, να ποίκ’νι γάμους
(Να πάνε να τα συζητήσουν πια, να κάνουν τον γάμο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Όποιος ντανιστά ποτέ δε ζημιών'
(Όποιος ακούει συμβουλές, ποτέ δεν ζημιώνεται˙ για την αξία της εφαρμογής συμβουλών)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
2. Συμβουλεύω
Μισθ.
Συνών.
ντανισεύω