ντάραγκαπ
(επίρρ.)
ντάραgαπ
[ˈdaragap]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. (< περσ.) επίρρ. derakab/derakap = αμέσως (μετά) (Tietze 2016: λ. derakab).
Αμέσως
:
Ομbρό τ' έβγ̇η ένα αράπ· ντάραγκαπ πιάν' ντo do κορίτσ̑'
(Μπροστά της βγήκε ένας αράπης· αμέσως το πιάνει το κορίτσι)
Ουλαγ.
-Κεσ.