νταρτμά
(ουσ. ουδ.)
νταρτμά
[darˈtma ]
Αξ.
Πληθ.
νταρτμάγε
[dartˈmaʝe]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. tartma = α) ζύγισμα β) εργαλείο με το οποίο ανοίγει το αυλάκι σε χωράφι, όπου και διαλ. τύπ. dartma.
Εργαλείο με το οποίο άνοιγαν τα κλειδιά, δηλ. την φραγή στο αυλάκι