νταρίλντημα
(ουσ.)
νταρι̂́λντημα
[daˈrɯldima]
Ουλαγ.
νταρούλντημα
[daˈruldima]
Μισθ.
νταρίλτζημα
[daˈrildzima]
Σίλ.
Από το ρ. νταριλντίζω και το παραγωγ. επιθμ. -μα.
1. Θυμός, οργή
ό.π.τ.
:
Εμάς νταρι̂́λντημα ντε νίσ̑γκεται
(Εναντίον μας δεν (πρέπει να) υπάρχει κανένας θυμός)
Ουλαγ.
-Dawk.
Οπ' νταρίλτζ̑ημα ρε γούλτησε
(Από το κατσάδιασμα δεν γλύτωσε)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.
2. Ψυχρότητα, αποφυγή κοινωνικών σχέσεων λόγω παρεξηγήσεως
Μισθ.
:
Iτό τι νταρούλντημα 'νι;
(Τι μούτρωμα είναι αυτό;)
Μισθ.
-Κοτσαν.