ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταρίλντημα (ουσ.) νταρι̂́λντημα [daˈrɯldima] Ουλαγ. νταρούλντημα [daˈruldima] Μισθ. νταρίλτζημα [daˈrildzima] Σίλ. Από το ρ. νταριλντίζω και το παραγωγ. επιθμ. -μα.
1. Θυμός, οργή ό.π.τ. : Εμάς νταρι̂́λντημα ντε νίσ̑γκεται (Εναντίον μας δεν (πρέπει να) υπάρχει κανένας θυμός) Ουλαγ. -Dawk. Οπ' νταρίλτζ̑ημα ρε γούλτησε (Από το κατσάδιασμα δεν γλύτωσε) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ.
2. Ψυχρότητα, αποφυγή κοινωνικών σχέσεων λόγω παρεξηγήσεως Μισθ. : Iτό τι νταρούλντημα 'νι; (Τι μούτρωμα είναι αυτό;) Μισθ. -Κοτσαν.