ντανταντιρτίζω
(ρ.)
νταdανdιρτίζω
[dadandirˈtizo]
Μαλακ.
Αόρ.
νταdανdίρ’σα
[dadanˈdirsa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. dadandırdı του τουρκ. ρ. dadandırmak = δελεάζω, καλομαθαίνω κάποιον.
Δελεάζω κάποιον