ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταμιτζάνα (ουσ. θηλ.) νταμι̂τζάνα [damɯʹdzana] Μαλακ. ταμουζάνα [tamuˈzana] Σινασσ. νταμουλτζάνα [damulˈdzana] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. damacana, το οπ. από το ιταλ. ουσ. damiggiana, με ανάπτυξη [l].
Νταμιτζάνα ό.π.τ. : Γιόμουναμ' ντα νταμουλτζάνις κρασί (Γεμίζαμε τις νταμιτζάνες με κρασί) Μισθ. -Κοτσαν.