νταλντίζω
(ρ.)
νταλντι̂́ζω
[dalˈdɯzo]
Αξ., Αραβαν.
νταλντίζου
[dalˈdizu]
Μισθ.
νταλντώ
[dalˈdo]
Μισθ.
ταλτώ
[talˈto]
Σινασσ., Φλογ.
ταλτι-έω
[talˈtieo]
Φάρασ.
Αόρ.
ντάλ'σα
[ˈdalsa]
Αραβαν., Σινασσ.
Παθ. Μτχ.
ταλτιεμένου
[taltieʹmenu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. dalmak = α) βουτώ β) βυθίζομαι γ) απορροφώμαι, αποσπάται η προσοχή μου δ) αποκοιμιέμαι ε) μένω αναίσθητος στ) στην πάλη, ρίχνω κάτω αντίπαλο. Η λ. ήδη νεότ. με τον τύπ. δαλντίζω (Mackridge 2021: 238).
1. Βουτάω, βυθίζομαι
ό.π.τ.
:
Ντα βάλια κλώχ'νι, κλώχ'νι, αν βρίσκ'νι, λερό, νταλντούν μέσ̑'η τ'
(Τα βουβάλια τριγυρίζουν, τριγυρίζουν, αν βρουν νερό, βουτούν μέσα του)
Μισθ.
-Φατ.
Νταλντι̂́ζ̑' σο λερό
(Βουτάει στο νερό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
μπατίζω :1, τσοκτιέω :1
2. Mτφ., βυθίζομαι στις σκέψεις μου, αφαιρούμαι
Αραβαν., Σινασσ., Φάρασ.
:
Εγώ ντάλ'σα και πόμ'να και ζομbόλ'σα να φύγω
(Εγώ αφαιρέθηκα, έμεινα εκεί και ξέχασα να φύγω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τράνα Κλέπαρη, τι ντάλσες αβούτσα;
(Κοίτα, Κλέπαρη, τι βυθίστηκες έτσι στις σκέψεις σου;)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
β.
Zαλίζομαι
Φλογ.
γ.
Λέω ασυναρτησίες
Μισθ.
3. Oρμώ, χυμώ
Μισθ., Φάρασ.
:
Άιντι κ'λάτσ̑α, νταλντάτ'!
(Εμπρός παιδιά, ορμάτε!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ