νταλαστίζω
(ρ.)
νταλαστίζου
[dalaʹstizu]
Μισθ.
Αόρ.
νταλάτ'σα
[daʹlatsa]
Μισθ.
Υποτ.
νταλαστίσου
[dalaˈstisu]
Μισθ.
Από το τουρκ ρ. dallamak = για φυτό, βγάζω παραφυάδες ή κλαδιά, κατά τις δομές τουρκ. ρ, σε -ş-mak.
Για φυτό ή σιτηρά, βγάζω παραφυάδες
:
'τουν νταλαστίσ'νι ντα γεννήμαδα, αγρί ντέν εχ'νι
(Όταν βγάλουν παραφυάδες τα σιτάρια, δεν έχουν ανάγκη)
Μισθ.
-Κοτσαν.