ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταλαστίζω (ρ.) νταλαστίζου [dalaʹstizu] Μισθ. Αόρ. νταλάτ'σα [daʹlatsa] Μισθ. Υποτ. νταλαστίσου [dalaˈstisu] Μισθ. Από το τουρκ ρ. dallamak = για φυτό, βγάζω παραφυάδες ή κλαδιά, κατά τις δομές τουρκ. ρ, σε -ş-mak.
Για φυτό ή σιτηρά, βγάζω παραφυάδες : 'τουν νταλαστίσ'νι ντα γεννήμαδα, αγρί ντέν εχ'νι (Όταν βγάλουν παραφυάδες τα σιτάρια, δεν έχουν ανάγκη) Μισθ. -Κοτσαν.