νταγλάντισμα
(ουσ. ουδ.)
νταγλάdι̂σμα
[daˈɣladɯzma]
Αξ.
ταγλάτημα
[taˈɣlatima]
Φλογ.
Από το ρ. νταγλαντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Καυτηριασμός
ό.π.τ.