ντάιμα
(επίρρ.)
ντάιμα
[ˈdaima]
Αξ., Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ.
τάιμα
[ʹtaima]
Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) επιρρ. daima = πάντοτε, διαρκώς.
Πάντοτε, διαρκώς
ό.π.τ.
:
Σις ορτάδις τζαι σα παναΰρια ατό ο νομάτ' βγκαίνgιν ντάιμα μπρο να πιεστεί μο τα παλληκάρα 'σ' τα 'πομεινά τα χωρία
(Στις γιορτές και στα πανηγύρια αυτός ο άνθρωπος έβγαινε πάντα μπροστά να παλέψει με τα παλληκάρια από τα άλλα χωριά)
Κίσκ.
-Παπαδ.
Ντάιμα σηκούτουν την ευίτσα, μαργαώγκεν μο τη ‘ναίκα του
(Διαρκώς σηκωνόταν το πρωί και μάλωνε με τη γυναίκα του)
Αφσάρ.
-Παπαδ.
Τάιμα κουπανίσκιν μες μο το ραβντί
(Μας έδερνε συνέχεια με το ραβδί)
Σατ.
-Παπαδ.
Ατό τ’ αλισ̑φερίσι ινούτουνι τάιμα την άνοιξη
(Αυτή η συναλλαγή γινόταν πάντα την άνοιξη)
Σατ.
-Παπαδ.
Τάιμα έχου λέικκου τσ̑εμένι σο σπίτι
(Πάντα έχω λίγο τσιμένι στο σπίτι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ντόξα σ’ Κερεόζ να λεζ ντάιμα
(Δόξα σοι ο Κύριος να λες πάντα)
Αξ.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Τό σ̑έλι τάϊμα κουτούκε τζ̑ο φερίνει
(Το ρέμα δεν κατεβάζει πάντα κούτσουρα˙ δεν μας έρχονται πάντοτε τυχερά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μπίργαντα, σέντε :2, χεμέν :3