ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντάιμα (επίρρ.) ντάιμα [ˈdaima] Αξ., Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ. τάιμα [ʹtaima] Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ. Από το τουρκ. (< αραβ.) επιρρ. daima = πάντοτε, διαρκώς.
Πάντοτε, διαρκώς ό.π.τ. : Σις ορτάδις τζαι σα παναΰρια ατό ο νομάτ' βγκαίνgιν ντάιμα μπρο να πιεστεί μο τα παλληκάρα 'σ' τα 'πομεινά τα χωρία (Στις γιορτές και στα πανηγύρια αυτός ο άνθρωπος έβγαινε πάντα μπροστά να παλέψει με τα παλληκάρια από τα άλλα χωριά) Κίσκ. -Παπαδ. Ντάιμα σηκούτουν την ευίτσα, μαργαώγκεν μο τη ‘ναίκα του (Διαρκώς σηκωνόταν το πρωί και μάλωνε με τη γυναίκα του) Αφσάρ. -Παπαδ. Τάιμα κουπανίσκιν μες μο το ραβντί (Μας έδερνε συνέχεια με το ραβδί) Σατ. -Παπαδ. Ατό τ’ αλισ̑φερίσι ινούτουνι τάιμα την άνοιξη (Αυτή η συναλλαγή γινόταν πάντα την άνοιξη) Σατ. -Παπαδ. Τάιμα έχου λέικκου τσ̑εμένι σο σπίτι (Πάντα έχω λίγο τσιμένι στο σπίτι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ντόξα σ’ Κερεόζ να λεζ ντάιμα (Δόξα σοι ο Κύριος να λες πάντα) Αξ. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Τό σ̑έλι τάϊμα κουτούκε τζ̑ο φερίνει (Το ρέμα δεν κατεβάζει πάντα κούτσουρα˙ δεν μας έρχονται πάντοτε τυχερά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. μπίργαντα, σέντε :2, χεμέν :3