ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταμάρι (ουσ.) νταμάρι [daˈmari] Αξ., Αραβαν., Σίλ., Σινασσ. νταμάρ' [daˈmar] Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φλογ. ταμάριν [taˈmarin] Φάρασ. ταμάρι [taˈmari] Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. ταμάρ' [taˈmar] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. damar, όπου και διαλεκτ. τύπ. tamar = α) φλέβα β) κοίτασμα πέτρας ή μετάλλου γ) νεύρο φύλλου δ) χαρακτήρας, χαρακτηριστικό ε) διαλεκτ., ρίζα.
1. Φλέβα, αιμοφόρο αγγείο ό.π.τ. : Να ξερώσ' το φλέγα σ' και το ταμάρι σ' (Να ξεραθεί η φλέβα σου και η αρτηρία σου· ύβρις) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Ηύρα το νταμάρι τ' (Βρήκα τη φλέβα του˙ βρήκα πώς να τον μεταχειρίζομαι, να τον κάνω ό,τι θέλω) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ. || Παροιμ. 'σ' το νταμάρι τ' γκο̈ρέ παίρ'νε τ' όιμα τ' (Ανάλογα με την φλέβα του παίρνουν το αίμα του˙ Δεν πρέπει να ζητάμε από κάποιον κάτι που είναι υπεράνω των δυνατοτήτων του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'σ' το νταμάρι τ' γκο̈ρέ έπαρ' τ' όιμα τ' (Ανάλογα με την φλέβα του πάρε το αίμα του˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. 'Σο ταμάριν ντου κορά, πάρ' τ' όιμα (Ανάλογα με την φλέβα του πάρε το αίμα˙ το ίδιο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. τσανταμάρι
2. Νεύρο Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ. : Ντώκι μι σου νταμάρ' απάν΄ (Με χτύπησε πάνω στο νεύρο) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Τα νταμάρια τουν γκεφσ̑ένταναν (Τα νεύρα τους χαλάρωναν˙ για περιπτώσεις συχνοουρίας) Ανακ. -Κωστ.Α.
3. Φλέβωση ξύλου, "νερά" Φλογ.
4. Στρώμα, κοίτασμα ορυκτών ή υπόγειο ρεύμα νερού Μισθ., Τροχ. : Άλλο ταμάρ’ είχε γλυκό νερό και το πίνισ̑καμ’, κι άλλο είχε πικρό νερό (Άλλη φλέβα πηγαδιού είχε γλυκό νερό και το πίναμε, και άλλη είχε πικρό νερό) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ290 Ηύρα 'να νταμάρ' μι λερό (Βρήκα μιά φλέβα νερού) Μισθ. -Κοτσαν.
β. Λατομείο Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. : Τεριού νταμάρ' (Λατομείο πέτρας ) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ190α
5. Γενιά, καταγωγή Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ. : Γαμώ ντου νταμάρι τ' (Γαμώ το σόι του· ύβρις) Μισθ. -Μακρ. Ο Αλέκος ένι ’πό 'ς του Παΐσιου το ταμάρι (Ο Αλέκος είναι από τη γενιά του Παΐσιου) Τσουχούρ. -VLACH Τ’ εμέρ’ το νταμάρ’ και πού δεν έχ’ σ̑υφτάσ̑’ (Η δικιά μας η γενιά και πού δεν έχει φτάσει) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 Ταύρησε ’σ’ του παππούκα του το ταμάρι (Πήρε από το σόι του παππού του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γενιά, γένος, σινσιλέ, σόι :1, φαμίλια, φύτρα