νταμάρι
(ουσ.)
νταμάρι
[daˈmari]
Αξ., Αραβαν., Σίλ., Σινασσ.
νταμάρ'
[daˈmar]
Ανακ., Αξ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φλογ.
ταμάριν
[taˈmarin]
Φάρασ.
ταμάρι
[taˈmari]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
ταμάρ'
[taˈmar]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. damar, όπου και διαλεκτ. τύπ. tamar = α) φλέβα β) κοίτασμα πέτρας ή μετάλλου γ) νεύρο φύλλου δ) χαρακτήρας, χαρακτηριστικό ε) διαλεκτ., ρίζα.
1. Φλέβα, αιμοφόρο αγγείο
ό.π.τ.
:
Να ξερώσ' το φλέγα σ' και το ταμάρι σ'
(Να ξεραθεί η φλέβα σου και η αρτηρία σου· ύβρις)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Ηύρα το νταμάρι τ'
(Βρήκα τη φλέβα του˙ βρήκα πώς να τον μεταχειρίζομαι, να τον κάνω ό,τι θέλω)
Σινασσ.
-Ρίζ.Αγ.
|| Παροιμ.
'σ' το νταμάρι τ' γκο̈ρέ παίρ'νε τ' όιμα τ'
(Ανάλογα με την φλέβα του παίρνουν το αίμα του˙ Δεν πρέπει να ζητάμε από κάποιον κάτι που είναι υπεράνω των δυνατοτήτων του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'σ' το νταμάρι τ' γκο̈ρέ έπαρ' τ' όιμα τ'
(Ανάλογα με την φλέβα του πάρε το αίμα του˙ το ίδιο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
'Σο ταμάριν ντου κορά, πάρ' τ' όιμα
(Ανάλογα με την φλέβα του πάρε το αίμα˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
τσανταμάρι
2. Νεύρο
Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ.
:
Ντώκι μι σου νταμάρ' απάν΄
(Με χτύπησε πάνω στο νεύρο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Τα νταμάρια τουν γκεφσ̑ένταναν
(Τα νεύρα τους χαλάρωναν˙ για περιπτώσεις συχνοουρίας)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
3. Φλέβωση ξύλου, "νερά"
Φλογ.
4. Στρώμα, κοίτασμα ορυκτών ή υπόγειο ρεύμα νερού
Μισθ., Τροχ.
:
Άλλο ταμάρ’ είχε γλυκό νερό και το πίνισ̑καμ’, κι άλλο είχε πικρό νερό
(Άλλη φλέβα πηγαδιού είχε γλυκό νερό και το πίναμε, και άλλη είχε πικρό νερό)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ290
Ηύρα 'να νταμάρ' μι λερό
(Βρήκα μιά φλέβα νερού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
β.
Λατομείο
Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Τεριού νταμάρ'
(Λατομείο πέτρας
)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
5. Γενιά, καταγωγή
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ.
:
Γαμώ ντου νταμάρι τ'
(Γαμώ το σόι του· ύβρις)
Μισθ.
-Μακρ.
Ο Αλέκος ένι ’πό 'ς του Παΐσιου το ταμάρι
(Ο Αλέκος είναι από τη γενιά του Παΐσιου)
Τσουχούρ.
-VLACH
Τ’ εμέρ’ το νταμάρ’ και πού δεν έχ’ σ̑υφτάσ̑’
(Η δικιά μας η γενιά και πού δεν έχει φτάσει)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Ταύρησε ’σ’ του παππούκα του το ταμάρι
(Πήρε από το σόι του παππού του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γενιά, γένος, σινσιλέ, σόι :1, φαμίλια, φύτρα