ντάλι
(ουσ. ουδ.)
ντάλι
[ʹdali]
Φάρασ.
ντάλ'
[dal]
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τζαλ., Τσαρικ.
τάλι
[ʹtali]
Αφσάρ., Φάρασ.
τάλ'
[tal]
Φλογ.
νταλί
[daˈli]
Σίλ.
ταλί
[taˈli]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. dal = κλαδί, όπου και παλαιότ. και διαλεκτ. τύπ. tal.
1. Κλαδί
ό.π.τ.
:
Έdεκεν ντο έρυο ιντζίρια απ' μικρό φσ̑αγιού ντο ντάλ'
(Του έδωσε δυο σύκα από του μικρού παιδιού το κλαδί)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πώς 'α ποίκου μο ατό το τάλι;
(Τι να κάνω με αυτό το κλαδί;)
Φάρασ.
-Bağr.
Κιρυός τ’ γαβαχ̇ιού τα ντάλια ούλ-λα τάραξεν dα
(Ο αέρας τα κλαδιά της λεύκας όλα τα έσπασε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σο τάλι πάνου ένι αν πουλπούλι του λαλεί ζόρε
(Πάνω στο κλαδί είναι ένα αηδόνι που τραγουδάει πανέμορφα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Αυτό νταλί ούλου ντικενού ’ναι
(Αυτό το κλαδί είναι όλο αγκαθωτό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Το σ̑ειμό τσ̑ιπ του μεϊβαδίουν τα τάλα τσακώθαν
(Το χειμώνα τα κλαδιά όλων των οπωροφόρων δέντρων έσπασαν)
Αφσάρ.
-Αναστασ.Ιδ.
Παπάς κόφτισκε κι ασ’ το βασιλικό ένα τάλ’ και το βάλλισκε σο τεμέλ’
(Ο παπάς έκοβε και από τον βασιλικό ένα κλωνάρι και το έβαζε στα θεμέλια)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Πήριν λε ένα σκεπάρ', πήι σου ντια̈ρά, έκουψι ένα τσ̑αλουϊού ντάλ'
(Πήρε λέει ένα σκεπάρνι, πήγε στη ρεματιά, έκοψε ένα κλαδί δέντρου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Ασμ.
Εσύ καθήσαι σε βλαττί και σε βασιλοσκάμνι,
κι εγώ καθήμαι σε δεντρί ξερί ταλίν επάνω (Εσύ κάθεσαι πάνω στα μετάξια και σε βασιλικό θρόνο,
κι εγώ κάθομαι πάνω σε ξερό κλαδί δέντρου) Σινασσ. -Lag. Συνών. μπουντάκ :1, ώμος, φύτρος
κι εγώ καθήμαι σε δεντρί ξερί ταλίν επάνω (Εσύ κάθεσαι πάνω στα μετάξια και σε βασιλικό θρόνο,
κι εγώ κάθομαι πάνω σε ξερό κλαδί δέντρου) Σινασσ. -Lag. Συνών. μπουντάκ :1, ώμος, φύτρος
β.
Παρακλάδι στον μίσχο των σιτηρών
Μισθ.
2. Παρακλάδι αγροτικού αυλακιού
Φάρασ.
β.
Τα τμήματα των αγρών τα οποία χωρίζονταν μεταξύ τους από τα αυλάκια
Τζαλ.