ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταμλατίζω (ρ.) νταμλατίζω [damlaˈtizo] Μαλακ., Τροχ. νταμλαΐζου [damlaˈizu] Σίλ. ταμλατίζω [tamlaˈtizo] Φάρασ. νταμλαdώ [damlaˈdo] Σίλ. ταμλατώ [tamlaˈto] Φλογ. Aπό το τουρκ. ρ. damlamak = στάζω.
1. Στάζω ό.π.τ. : Νταμλάισι νιούγου λάρι (Έσταξε λίγο λάδι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Κείνο το νανούδ' ταμλάτανεν νερό, γένεν τ͑ερέ (Εκείνη η κούνια έσταζε νερό, (έτρεξε τόσο πολύ που) έγινε ρέμα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ένα σέι ρεν ’ένικι, μύτση του όιμα μπιλέ ρεν νταμλάισι (Τίποτα δεν έπαθε, ούτε καν έσταξε αίμα η μύτη του) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ4 || Ασμ. Δέν ’μαι σταφύλ’ να νταμλαντίσω
δέν ’μαι μαλάσκηνο κι να μαυρίσω
( Δεν είμαι σταφύλι να στάξω (ενν. χυμό)
δεν είμαι δαμάσκηνο να μαυρίσω )
Τροχ. -Νίγδελ.Λ.
2. Στο γ΄ εν., ψιχαλίζει Φλογ.