νταμλατίζω
(ρ.)
νταμλατίζω
[damlaˈtizo]
Μαλακ., Τροχ.
νταμλαΐζου
[damlaˈizu]
Σίλ.
ταμλατίζω
[tamlaˈtizo]
Φάρασ.
νταμλαdώ
[damlaˈdo]
Σίλ.
ταμλατώ
[tamlaˈto]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. ρ. damlamak = στάζω.
1. Στάζω
ό.π.τ.
:
Νταμλάισι νιούγου λάρι
(Έσταξε λίγο λάδι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Κείνο το νανούδ' ταμλάτανεν νερό, γένεν τ͑ερέ
(Εκείνη η κούνια έσταζε νερό, (έτρεξε τόσο πολύ που) έγινε ρέμα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ένα σέι ρεν ’ένικι, μύτση του όιμα μπιλέ ρεν νταμλάισι
(Τίποτα δεν έπαθε, ούτε καν έσταξε αίμα η μύτη του)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ4
|| Ασμ.
Δέν ’μαι σταφύλ’ να νταμλαντίσω
δέν ’μαι μαλάσκηνο κι να μαυρίσω ( Δεν είμαι σταφύλι να στάξω (ενν. χυμό)
δεν είμαι δαμάσκηνο να μαυρίσω ) Τροχ. -Νίγδελ.Λ.
δέν ’μαι μαλάσκηνο κι να μαυρίσω ( Δεν είμαι σταφύλι να στάξω (ενν. χυμό)
δεν είμαι δαμάσκηνο να μαυρίσω ) Τροχ. -Νίγδελ.Λ.
2. Στο γ΄ εν., ψιχαλίζει
Φλογ.