ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταμλαμάς (ουσ. αρσ.) νταμλαμά [damlaʹma] Μαλακ., Σίλ. Aπό το τουρκ. ουσ. damla = εγκεφαλικό επεισόδιο, αποπληξία. Το επίθμ. -μα αναλογικά προς το ρηματικό ουσιαστικό του τουρκ. ρ. damlamak = στάζω. Πβ. νεότ. ουσ. νταμπλάς (Mackridge 2021 108, 205, 248).
Συμφόρηση, αποπληξία ό.π.τ. : Κατέβ’κι του νταμλαμά (Του ήρθε αποπληξία) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κατεβασιά :2, τσαλγούνης :2