νταράγατζι
(ουσ. ουδ.)
νταράγατζι
[daˈraɣadzi]
Μισθ., Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. darağacı = αγχόνη.
1. Κρεμάλα
Μισθ.
:
|| Φρ.
Να γουρντίσουμ’ του νταράγατζι
(Να στήσουμε την κρεμάλα˙ πείραγμα προς τον γαμπρό προ του γάμου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
τζάνγκερε
2. Aξόνιο άμαξας, μεγάλη κάθετη δοκός που συνδέει τους δύο οριζόντιους άξονες όπου συνδέονται οι τροχοί
Τροχ.