ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταράγατζι (ουσ. ουδ.) νταράγατζι [daˈraɣadzi] Μισθ., Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. darağacı = αγχόνη.
1. Κρεμάλα Μισθ. : || Φρ. Να γουρντίσουμ’ του νταράγατζι (Να στήσουμε την κρεμάλα˙ πείραγμα προς τον γαμπρό προ του γάμου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. τζάνγκερε
2. Aξόνιο άμαξας, μεγάλη κάθετη δοκός που συνδέει τους δύο οριζόντιους άξονες όπου συνδέονται οι τροχοί Τροχ.