ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντάρι (επίθ.) ντάρι [ˈdari] Σίλ. τ͑ἀρι [ˈtʰari] Φάρασ. τ͑αρί [ˈtʰaˈri] Φάρασ. ντάρ' [dar] Σίλ. Θηλ. ντάρισα [ˈdarisa] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. dar (< παλ. τουρκ. tār) = στενός.
Στενός ό.π.τ. : Αυτσ̑ή στράτα ντάρισα ’ναι (Aυτός ο δρόμος είναι στενός) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Το τ͑αρί το σπίτι 'υρεύει πολλαματή καρντία (Το στενό σπίτι θέλει φαρδιά καρδιά˙ το έλεγαν οι φτωχές οικοδέσποινες στους επισκέπτες τους για να δείξουν πόσο φιλόξενες είναι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Ήρτ' ο κως του σο τ͑ἀρι τσ̑αι πααίνει αρα̈́ να 'ενν΄σει (Πήγε ο κώλος του στα στενά και πηγαίνει τώρα να γεννήσει˙ για όσους προσπαθούν να ολοκληρώσουν κάτι την τελευταία στιγμή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.